τρανότης

τρανότης
τρᾱν-ότης, ητος, ,
A clearness, plainness, Ph. 2.185, Muson.Fr.4p.19H., Plu.2.720e: pl.,

τῆς σελήνης Ph.2.61

, cf. Plot. 1.4.3.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρανότητα — τρανότης clearness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρανότητας — τρανότης clearness fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρανότητι — τρανότης clearness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρανότητος — τρανότης clearness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρανότητα — η / τρανότης, ητος, ΝΑ [τρανής / τρανός] η ιδιότητα τού τρανού, το να είναι κάτι τρανό νεοελλ. το να είναι κανείς μεγάλος στην ηλικία, στο ανάστημα ή στον βαθμό …   Dictionary of Greek

  • ՎԵՐԱՄԲԱՐՁՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 2 0808 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 8c, 10c գ. ἕπαρσις, ἁναγωγή, ἁναφορά , τὸ ἁνώφορον elevatio, supra petere τρανότης perspicuitas orationis. Ի վեր ամբարձումն, վերացումն. բարձրութիւն, գերազանցութիւն. վերաբերումն. վերածութիւն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”